οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών — (Organization of American States, OAS). Ιδρύθηκε με βάση τη διαμερικανική συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζαανέιρο το 1947. Μέχρι το 1992 είχαν προσχωρήσει στον O.A.K. 35 κράτη μεταξύ των οποίων: Αϊτή, Αργεντινή, Βενεζουέλα … Dictionary of Greek
Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος — Строительство новой линии Коринф Патры Организация железных дорог Греции (греч. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας) национальная железнодорожная компания Греции, обслуживающая большинство железных дорог в Греции. Организована в 1971 году, в Афинах.… … Википедия
αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών — Βλ. λ. OHE … Dictionary of Greek
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης — Βλ. λ. ΟΟΣΑ … Dictionary of Greek
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… … Dictionary of Greek
ευκαρυωτικός οργανισμός — Ο οργανισμός του οποίου τα κύτταρα παρουσιάζουν την οργάνωση και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά στους ανώτερους οργανισμούς. Ειδικότερα, ένα ευκαρυωτικό κύτταρο πρέπει να παρουσιάζει πυρήνα ο οποίος να περικλείεται από διπλή… … Dictionary of Greek
γονοχωριστικός οργανισμός — Είδος που περιλαμβάνει άτομα με διακριτές αρσενικές και θηλυκές γονάδες … Dictionary of Greek
ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… … Dictionary of Greek